μυριοφόρος

μυριοφόρος
μῡρῐο-φόρος, ον,
A carrying 10,000 measures, to designate a merchant-ship of large tonnage, Th.7.25, Ctes.Fr.57.6, Ph.1.28, 2.514, Poll.1.82, 4.165, Them.Or.16.212a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυριοφόρος — μυριοφόρος, ον (Α) (για εμπορικό πλοίο μεγάλης χωρητικότητας) αυτός που χωρά φορτίο δέκα χιλιάδων μετρικών μονάδων («προσαγαγόντες... ναῡν μυριοφόρον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • μυριοφόρος — μῡριοφόρος , μυριοφόρος carrying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριοφόρον — μῡριοφόρον , μυριοφόρος carrying masc/fem acc sg μῡριοφόρον , μυριοφόρος carrying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • μυριόφορτος — μυριόφορτος, ον (ΑΜ) ο μυριοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φόρτος] …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՇԱՀ — ( ) NBH 1 413 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c, 12c, 13c ա. πολυκερδής multum quaestuosus, multum lucri adferens Որ ինչ բազում շահս ունի կամ բերէ. շահաւէտ. խիստ շահաւոր. ... *Ի սիրոյ բազմաշահ երախտիք բարեաց: Բազմաշահ օգուտք. Յճխ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԲԻՒՐԱԲԵՐ — ( ) NBH 1 490 Chronological Sequence: Unknown date ա. μυριόφορος infinitos vel innumeros ferens Որ բերէ բազում ինչ առատութեամբ. լի ամենայն բարեօք. *Բիւրաբեր նաւ. Վրդն. սղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μυριοφόροι — μῡριοφόροι , μυριοφόρος carrying masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριοφόροις — μῡριοφόροις , μυριοφόρος carrying masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριοφόρου — μῡριοφόρου , μυριοφόρος carrying masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυριοφόρους — μῡριοφόρους , μυριοφόρος carrying masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”